- ἐμβατεία
- ἐμβατείᾱ , ἐμβατείαentering into possessionfem nom/voc/acc dualἐμβατείᾱ , ἐμβατείαentering into possessionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβατεία — ἐμβατεία και ἐμβάτευσις, η (Α) (στο αττικό δίκαιο) η πράξη με την οποία ένα κινητό ή ακίνητο αντικείμενο περιέρχεται στην κατοχή κάποιου … Dictionary of Greek